χωρισιά

χωρισιά
η / χωρισία, ΝΜ, και διαλ. τ. χωρισά Ν [χωρίζω]
χωρισμός, αποχωρισμός
νεοελλ.
1. διανομή, μοιρασιά
2. διαζύγιο
3. παροιμ. «αντάμα δεν μονιάζουμε κι η χωρισά κακή 'ναι» — λέγεται για εκείνους που όταν είναι μαζί φιλονικούν και όταν χωρίζουν επιθυμούν ο ένας τη φιλία τού άλλου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • χωρισία — ἡ, Μ βλ. χωρισιά …   Dictionary of Greek

  • χωρισιά — η 1. αποχωρισμός. 2. μοιρασιά. 3. διαζύγιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”